- σόττος
- ο :
ήρθα σόττος — мне повезло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ήρθα σόττος — мне повезло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σότος — και σόττος, ο, Ν [σότ(τ)ο] φρ. «ήρθα σότος» λέγεται όταν κάποιος κερδίζει στην πασέτα, είδος παιχνιδιού με τράπουλα, ή γενικά όταν ευνοείται από την τύχη … Dictionary of Greek